-
1 προσεχής
[просэхис] εκ. предстоящий, ближайший,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσεχής
-
2 ближайший
ближайший (превосх. ст. от близкий) κοντινότερος, πλησιέστερος (по месту )' προσεχής (по времени)' в \ближайшийее время προσεχώς* * *превосх. ст. от близкийκοντινότερος, πλησιέστερος ( по месту); προσεχής ( по времени)в ближа́йшее вре́мя — προσεχώς
-
3 близкий
близкий 1. 1) κοντινός, πλησίος προσεχής (по вре мени)' самый \близкий путь о πιο κοντινός δρόμος 2) (сходный ) όμοιος 3) (об отношениях) στενός \близкий друг о στενός φίλος 2.: мн. \близкийие (родствен ники ) οι στενοί συγγενείς* * *1.1) κοντινός, πλησίος; προσεχής ( по времени)са́мый бли́зкий путь — ο πιο κοντινός δρόμος
2) ( сходный) όμοιος3) ( об отношениях) στενός2. мн.бли́зкий друг — ο στενός φίλος
бли́зкие (родственники) — στενοί συγγενείς
-
4 очередной
очередной 1) επόμενος, προσεχής 2) (о съезде и т. η.) τακτικός, κανονικός* * *1) επόμενος, προσεχής2) (о съезде и т. п.) τακτικός, κανονικός -
5 скорый
скорый 1) (быстрый) γρήγορος, ταχύς 2) (близкий по времени) σύντομος, προσεχής; в \скорыйом времени σύντομα, σε λίγο ( καιρό); в \скорыйом будущем προσεχώς ◇ до \скорыйого свидания! καλή αντάμωση!* * *1) ( быстрый) γρήγορος, ταχύς2) ( близкий по времени) σύντομος, προσεχήςв ско́ром вре́мени — σύντομα, σε λίγο (καιρό)
в ско́ром бу́дущем — προσεχώς
••до ско́рого свида́ния! — καλή αντάμωση!
-
6 скорый
1. (совершающийся с большой скоростью) γοργόςγρήγορος2. (способный к быстрым движениям или действиям) ταχύςγρήγοροςγοργός3. (протекающий в короткий срок) σύντομοςπροσεχής4. (такой, который должен наступить, спустя недолгий срок) σύντομος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скорый
-
7 будущий
μελλοντικός, προσεχήςв бу́дущем году́ — του χρόνου
на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα
-
8 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
9 близкий
бли́зк||ийприл1. (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος;3. (сходный) ὀμοιος:\близкий к подлиннику ὀμοιος μέ τό πρωτότυπο;4. (об отношениях) στενός, οίκεῖος;5. (о родне, друзьях) στενός;6. \близкийие мн. в знач. сущ. οἱ συγγενείς. -
10 грядущий
гряду́щ||ийприл μελλοντικός, προσεχής, ἐπερχόμενος:\грядущийие события τά προσεχή γεγονότα· \грядущийие поколения οἱ ἐπερχόμενες γενεές· ◊ на сон \грядущийий разг πρό τοῦ ὕπνου, πρίν νά κοιμηθώ. -
11 месяц
месяцм1. (календарный) ὁ μήνας, ὁ μήν:в мае \месяце τόν Μἀη, τόν Μάϊο μήνα· ка́ждый \месяц κάθε μήνα· прошлый \месяц τόν περασμένο μήνα· \месяц тому́ назад πρό ἐνός μηνός· бу́дущий \месяц ὁ προσεχής (или ὁ ἐπόμενος) μήνας·2. (луна) ἡ σελήνη, τό φεγγάρι:молодой \месяц ἡ νέα σελήνη, τό καινούργιο φεγγάρι· ◊ медовый \месяц ὁ μήνας τοῦ μέλιτος. -
12 очередной
очередн||ойприл1. (стоящий на очереди) ἀμεσος:\очереднойа́я задача τό ἀμεσο καθήκον2. (следующий, ближайший) ἐπόμενος, προσεχής·3. (обычный) τακτικός/ νέος, κανονικός (повторяющийся, возникающий время от времени):\очередной отпуск ἡ κανονική ἀδεια ἀναπαύσεως· \очередной скандал ἀλλο ἕνα σκάνδαλο· состоялся \очередной пленум συνήλθε ἡ τακτική ὁλομέλεια. -
13 предстоятьящий
предстоять||ящий1. прич. от предстоять·2. прил προσεχής, ἐπικείμενος:в \предстоятьящийя́щи́и́ сезон στήν προσεχή σαιζόν. -
14 скорый
скор||ыйприл1. (быстрый) γοργός, γρήγορος, ταχύς:\скорый ход ἡ ταχυπορία· \скорыйыми шагами μέ γρήγορα βήματα·2. (близкий по времени) προσεχής, σύντομος:в \скорыйом времени σύντομα, σέ λίγον καιρό, ἐντός ὁλίγου, μετ' ὁλίγον ◊ \скорый поезд ἡ ταχεία (αμαξοστοιχία)· \скорыйая помощь οἱ πρώτες βοήθειες· на \скорыйую ру́ку πρόχειρα, στά γρήγορα, στά πεταχτά· до \скорыйого свидания! καλή ἀντάμωση! -
15 будущий
-
16 грядущий
1. παλ. μτχ. ενεστ. του ρ. грясти.2. επ. (υψ. ύφος) επερχόμενος, επικείμεμενος, προσεχής.3. ως ουσ. ουδ. -ее το μέλλον.εκφρ.на сон грядущий – πριν τον ύπνο, κατά την προ του ύπνου προσευχή. -
17 месяц
-а α.1. μήνας•двенадцать -ев οι δώδεκα μήνες•
месяц солнечный ηλιακός μήνας•
лунный σεληνιακός(συνοδικός) μήνας•
текущий месяц ο τρέχων μήνας•
прошлый месяц ο περασμένος μήνας•
будущий месяц ο ερχόμενος (προσεχής) μήνας•
в начале -а στην αρχή του μήνα•
в конце -а στο τέλος του μήνα.
|| περίοδος τριάντα ημερών•он приедет через месяц αυτός θα έρθει μετά από ένα μήνα (μετά απο 30 περίπου μέρες).
2. φεγγάρι, σελήνη•полный месяц η πανσέληνος•
новый ή молодой месяц καινούριο φεγγάρι•
месяц в ущербе το φεγγάρι είναι στη χάση•
месяц народился το φεγγάρι πιάστηκε.
-
18 предстоящий
επ. από μτχ.1. επικείμενος, επερχόμενος, προσεχής.2. ουσ. ουδ. -ее το άμεσο μέλλον. -
19 скорый
επ., βρ: скор, -а, -о.1. ταχύς, γοργός, γρήγορος•скорый шаг γοργό βήμα•
-ое движение γρήγορη κίνηση•
скорый поезд ταχεία αμαξοστοιχία•
он скор на работе αυτός είναι γρήγορος στη δουλειά (δουλεύει γρήγορα).
|| ανυπόμονος, βιαστικός.2. προσεχής, σύντομος•в -ом времени σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγο;•
до -го свидания γρήγορα ν' ανταμώσουμε.
εκφρ.- ая помощь – α) πρώτη ιατρική βοήθεια, β) το αυτοκίνητο της υγιεινής περίθαλψης ή των πρώτων βοηθειών; скорый κ. скор на ногу ελαφροπόδαρος, γοργοπόδαρος: скорый κ. скор на руку απλ. α) σβέλτος στη δουλειά, β) καβγατζής•на -ую руку – στα πρόχειρα, στα γρήγορα, στα πεταχτά.
См. также в других словарях:
προσεχής — next to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… … Dictionary of Greek
προσεχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο αμέσως μετά, ο κοντινός στο μέλλον, ο επόμενος: Το προσεχές έτος θα γίνουν εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσέχῃς — προσέχω hold to pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχῆ — προσεχής next to neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσεχής next to masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσεχής next to masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχέστερον — προσεχής next to adverbial comp προσεχής next to masc acc comp sg προσεχής next to neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχεστάτων — προσεχής next to fem gen superl pl προσεχής next to masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχεστέρων — προσεχής next to fem gen comp pl προσεχής next to masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχεῖ — προσεχής next to masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προσεχής next to masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχεῖς — προσεχής next to masc/fem acc pl προσεχής next to masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχέα — προσεχής next to neut nom/voc/acc pl (epic ionic) προσεχής next to masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)